- αμαξοποιείο
- τοεργαστήριο κατασκευής αμαξών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμαξοποιείο — το [αμαξοποιός] εργοστάσιο στο οποίο κατασκευάζονται άμαξες … Dictionary of Greek
αμαξοπηγείο — το [αμαξοπηγός] το αμαξοποιείο* … Dictionary of Greek
αμαξοποιός — ο κατασκευαστής αμαξών, αμαξοπηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξοποιείο, αμαξοποιία] … Dictionary of Greek
αμαξουργείο — το [αμαξουργός] το αμαξοποιείο* … Dictionary of Greek
αμαξουργείο — το το αμαξοποιείο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)